-
1 διαταράξη
διαταράσσωthrow into confusion: aor subj mid 2nd sgδιαταράσσωthrow into confusion: aor subj act 3rd sgδιαταράσσωthrow into confusion: fut ind mid 2nd sgδιαταράσσωthrow into confusion: aor subj mid 2nd sgδιαταράσσωthrow into confusion: aor subj act 3rd sgδιαταράσσωthrow into confusion: fut ind mid 2nd sg -
2 διαταράξῃ
διαταράσσωthrow into confusion: aor subj mid 2nd sgδιαταράσσωthrow into confusion: aor subj act 3rd sgδιαταράσσωthrow into confusion: fut ind mid 2nd sgδιαταράσσωthrow into confusion: aor subj mid 2nd sgδιαταράσσωthrow into confusion: aor subj act 3rd sgδιαταράσσωthrow into confusion: fut ind mid 2nd sg -
3 διατάραξη
[-ις (-εως)] η1) нарушение (покоя, тишины, порядка и т. п.);2) расстройство; потрясение (нервное, душевное);γαστρική διατάραξη — расстройство желудка;
πνευματική ( — или διανοητική) διατάραξη — умственное расстройство;
3) беспорядок; смута;4) беспокойство, тревога, смятение -
4 διατάραξη
[диатаракси] ουσ. Θ. нарушение спокойствия, смута,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διατάραξη
-
5 διατάραξη
[диатаракси] ουσ θ нарушение спокойствия, смута. -
6 διαταράξηι
διαταράξῃ, διαταράσσωthrow into confusion: aor subj mid 2nd sgδιαταράξῃ, διαταράσσωthrow into confusion: aor subj act 3rd sgδιαταράξῃ, διαταράσσωthrow into confusion: fut ind mid 2nd sgδιαταράξῃ, διαταράσσωthrow into confusion: aor subj mid 2nd sgδιαταράξῃ, διαταράσσωthrow into confusion: aor subj act 3rd sgδιαταράξῃ, διαταράσσωthrow into confusion: fut ind mid 2nd sg -
7 расстройство
1. (нарушение порядка, строя, неисправное состояние) η διατάραξη, η ανωμαλία 2. (нарушение нормального функционирования) η διαταραχήη διατάραξη, η ταραχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расстройство
-
8 нарушение
нарушение с 1) (покоя, порядка) η διαταραχή, η διατάραξη 2) (правил, законов) η παράβαση, η παραβίαση* * *с1) (покоя, порядка) η διαταραχή, η διατάραξη2) (правил, законов) η παράβαση, η παραβίαση -
9 расстройство
расстройствос1. ἡ βλάβη, τό ξεχαρ-βάλωμα/ ἡ ἀταξία (беспорядок):приходить в \расстройство (о делах) χαλνώ (άμετ.)·2. (заболевание) ἡ διατάραξη [-ις], ἡ διαταραχή:\расстройство желу́дка ἡ στομαχική διατάραξη·3. (огорчение) ἡ στενοχώρια, ἡ σύγχυση. -
10 нарушение
-я ουδ.1. διατάραξη•нарушение общественной тишины и спокойствия διατάραξη της κοινής ησυχίας.
2. παραβίαση•нарушение границ παραβίαση των συνόρων.
|| παράβαση•нарушение закона παράβαση νόμου.
-
11 дислокация
1. (крист.) η ατέλεια της κρυσταλλικής δομής 2. (геол) η τεκτονική μετατόπιση/διατάραξη των στρωμάτων των ορυκτών (λόγω κίνησης του φλοιού της Γης) 3. (войск) η διάταξη 4. мед. η εξάρθρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дислокация
-
12 нарушение
1. (прерывание действия) η διακοπή 2. (несоблюдение правил, законов) η παράβασηη παραβίαση3. мед. η διαταραχή, η διατάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нарушение
-
13 пертурбация
η εκτροπή, η διαταραχή, η διατάραξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пертурбация
-
14 разупорядочение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разупорядочение
-
15 расстраиваться
1. (о музыкальном инструменте) ξεκουρδίζομαι 2. (нарушать что-л.) προκαλώ αταξία/διατάραξη, ανατρέπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расстраиваться
-
16 беспокойство
беспоко́й||ствос1. (озабоченность) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἐγνοια;2. (волнение) ἡ ταραχή, ἡ ἀνησυχία:испытывать \беспокойствоство εἶμαι ἀνήσυχος;3. (нарушение покоя) ἡ διατάραξη τής ήσυχίας, ἡ ἐνόχληση [-ις]:причинять \беспокойствоство προξενώ ἀνησυχία; простите за \беспокойствоство! μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση! -
17 нарушение
нарушениес1. (покоя, тишины и т. п.) ἡ διαταραχή, ἡ διατάραξη [-ις]·2. (закона, обещания и т. п.) ἡ παραβίαση, ἡ παράβαση [-ις], ἡ ἀθέτηση, ἡ κατα,-ί πάτηση:\нарушение дисциплины ἡ παράβαση ттЙ πειθαρχίας· \нарушение обещания ἡ ἀθέτηση ὑπο-; σχέσης· \нарушение границы ἡ παραβίαση τών σιΗ νόρων. -
18 расстраивать
расстраиватьнесов1. (приводить в беспорядок) χαλ(ν)ῶ, προκαλώ ἀταξία, ἐπιφέρω σύγχυση:\расстраивать ряды противника ἐπιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τοῦ ἐχθ-ροῦ·2. (причинять вред) χαλ(ν)ῶ, διαταράσσω:\расстраивать здоровье χαλνώ τήν ὑγεία· \расстраивать желудок χαλνώ τό στομάχι, προξενώ στομαχική διατάραξη·3. (мешать осуществлению) χαλ(ν)ώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω:\расстраивать планы χαλνώ (или ματαιώνω) τά σχέδια·4. (огорчать) πικραίνω, στενοχωρώ·5. (музыкальный инструмент) ξε-κουρδίζω. -
19 ησυχία
η1) спокойствие, тишина, мир; покой;διατάραξη της κοινής ησυχίας και τάξεως — нарушение общественной тишины и порядка;
εδώ έχω την ησυχία μου — здесь меня никто и ничто не беспокоит;
είναι ησυχία — тихо;
2) спокойствие, безмятежность;κάνετε λίγο ησυχία! — замолчите, пожалуйста!, помолчите немного!;
πάμε να κουβεντιάσουμε πέρα εκεί στην ησυχία — пойдём туда, там мы сможем поговорить спокойно;
3) покой, отдых;πουθενά δεν βρίσκω ησυχία — я нигде не нахожу покоя;
ησυχία δεν έχει αυτό το παιδί — это очень неспокойный ребёнок;
§ με την ησυχία μου (σου...) — спокойно, не спеша;
τί νέα;— Ησυχία! какие новости? — Ничего особенного;ησυχία! тихо!;
άφησέ με στην ησυχία μου — оставь меня в покое
-
20 breach of the peace
(a riot, disturbance or public fight: guilty of breach of the peace.) διατάραξη της κοινής ησυχίας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διατάραξη — η (AM διατάραξις) 1. διαταραχή, διασάλευση νεοελλ. 1. αστρον. κάθε μεταβολή τών στοιχείων τής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που κινείται γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη ενός ή περισσότερων άλλων σωμάτων 2. γεωλ. η αλλαγή … Dictionary of Greek
διατάραξη — η αταξία, ανωμαλία της τάξης: Διατάραξη της κοινής ησυχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαταράξῃ — διαταράσσω throw into confusion aor subj mid 2nd sg διαταράσσω throw into confusion aor subj act 3rd sg διαταράσσω throw into confusion fut ind mid 2nd sg διαταράσσω throw into confusion aor subj mid 2nd sg διαταράσσω throw into confusion aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταράξηι — διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion aor subj mid 2nd sg διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion aor subj act 3rd sg διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion fut ind mid 2nd sg διαταράξῃ , διαταράσσω throw into confusion aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… … Dictionary of Greek
τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… … Dictionary of Greek
Adiexodo — ( Αδιέξοδο , Greek for Dead End ) was a Greek Punk band from Athens formed in 1983 by Dimitris Spyropoulos, Sotiris Theocharis, Stathis Papandreou, and Mimis Alimprantis. It was one of the first Greek Punk bands, along with Genia Tou Chaous, and… … Wikipedia
Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… … Dictionary of Greek